28/12/2016 - "Τα νηστικά του βάλτου", Δημ. Σωτηρόπουλος

    Αθήνα, 28/12/2016

    ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ


       Επειδή όταν συνειδητοποιούμε τα λάθη μας και τις κακές επιλογές μας έχουμε κάποιες πιθανότητες να αλλάξουμε τα κακώς κείμενα, όπως είναι η καταστροφική νοοτροπία που μόλυνε την πλειοψηφία του λαού μας ξεκινώντας από το 1981 και μετά, αναδημοσιεύουμε από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ του Σαββατο-Κύριακου 24 και 25 Δεκεμβρίου 2016 το άρθρο του αναπλ. Καθηγητή Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας κ. Δημ. Σωτηρόπουλου με τίτλο : « Τα νηστικά του βάλτου», το οποίο αποτυπώνει με παραστατικό τρόπο το αδιέξοδο μίας κοινωνίας που έκανε τις λάθος επιλογές της και δυστυχώς συνεχίζει να κάνει.
    Τα νηστικά του βάλτου, Δημ. Σωτηρόπουλος
    Στην κόρη μου και στα άλλα πιτσιρίκια που υποδέχονται το 2017
    Ας φανταστούμε μια εξαώροφη μεσοαστική πολυκατοικία ενός προαστίου, και όσους την κατοικούν. Στους δύο χαμηλότερους ορόφους ζουν μόνο ηλικιωμένοι συνταξιούχοι, ας πούμε, πρώην τραπεζικοί, με καλές –ακόμη και σήμερα– συντάξεις. Τη μία γκαρσονιέρα δίπλα τους τη νοικιάζει ένας νεαρός αστυνομικός, απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών, πρώτος μαθητής κάποτε στο σχολείο, αλλά σήμερα μετά βίας θα επιβίωνε αν δεν τον βοηθούσαν οι γονείς του από την επαρχία. Πιο πάνω, συναντούμε ένα στέλεχος επιχειρήσεων, με πολύ καλές και μακροχρόνιες σπουδές στο εξωτερικό, που εργάζεται νυχθημερόν και με πολύ άγχος, σε ένα εν πολλοίς εχθρικό επιχειρηματικό περιβάλλον, όπως το σημερινό. Δεν είναι καθόλου ευτυχισμένος, δεν φανταζόταν έτσι τη ζωή του, και καθώς η 30χρονη γυναίκα του είναι χρόνια άνεργη δημοσιογράφος, σκέφτονται διαρκώς την προοπτική της μετανάστευσης. Στον τρίτο όροφο συναντούμε μια οικογένεια, ο πατέρας χαμηλόβαθμος καθηγητής ΑΕΙ και η μητέρα, δασκάλα σε δημοτικό σχολείο. Ιδιαίτερα μορφωμένοι άνθρωποι, αφοσιωμένοι στην επιστήμη τους και στο καθήκον τους, ζουν, ωστόσο, οριακά. Για τα παιδιά τους που σπουδάζουν, δεν το συζητούν: τους έχουν ήδη ξεκαθαρίσει ότι το μέλλον τους είναι σαφέστατα σε κάποια άλλη χώρα της Δύσης. Στον από πάνω όροφο, κατοικούν ένας γιατρός του ΕΣΥ με μια δικηγόρο. Κοπιάζουν πολύ, πιστεύουν στη δουλειά τους, είναι τίμιοι και νοικοκύρηδες, κι ωστόσο τα φέρνουν και αυτοί δύσκολα. Στον γιατρό χρωστούν τις άπειρες και εξοντωτικές εφημερίες του• τη δικηγόρο, παρότι έχει ρίξει πολύ την αμοιβή της, οι πελάτες της δυσκολεύονται να την πληρώσουν. Την παρηγορεί κάπως το γεγονός ότι ο αδελφός της, που είναι αρχιτέκτονας μηχανικός, έχει αναγκαστεί να πηγαίνει τα καλοκαίρια σερβιτόρος σε τουριστικό νησί, διότι τους χειμώνες υπολειτουργεί επαγγελματικά. Υπάρχουν και χειρότερα.
    Στο ρετιρέ, ωστόσο, το μεγαλύτερο και ωραιότερο διαμέρισμα της πολυκατοικίας, οι ιδιοκτήτες του περνούν την πλέον ανέμελη ζωή όλων. Πρόκειται για δύο υπαλλήλους ΔΕΚΟ. Μεσήλικες, με το χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο όλων, αλλά παραδόξως με τις υψηλότερες αμοιβές. Η σύζυγος μάλιστα είναι ήδη συνταξιούχος από τα 52 της, αν και βέβαια αυτό δεν την έχει εμποδίσει να ασκεί μια παράλληλη –αδήλωτη προφανώς– εργασία. Κάνει νύχια. Οπως επίσης η καλοβαλμένη ζωή τους δεν τους έχει εμποδίσει να είναι «πολύ θυμωμένοι» με τους πολιτικούς για το «πώς κατήντησαν την Ελλάδα». Δεν επενδύουν πάντως ιδιαίτερα στην εκπαίδευση των παιδιών τους, και συνεχίζουν να πιστεύουν ότι για να τα καταφέρεις στη σύγχρονη Ελλάδα, «σημασία έχει ποιον ξέρεις». Κρίνοντας προφανώς εξ ιδίων – και όχι άδικα.
    Η παραπάνω πολυκατοικία είναι η μικρογραφία της Ελλάδας της κρίσης. Ιδίως της μεσοαστικής, δηλαδή της πιο παραγωγικής. Η κατάσταση θα ήταν ακόμη πιο ζοφερή αν περιέγραφε κανείς την πολυκατοικία μιας λαϊκής συνοικίας με υψηλότατη ανεργία και μικρομαγαζάτορες της φτώχειας. Πρόκειται για ένα αρρωστημένο σκηνικό, που προδιαγράφει μια αδιέξοδη πορεία. Δύο εργαζόμενοι που συχνά υποαπασχολούνται, παλεύουν για να συντηρούν τρεις συνταξιούχους καθώς και τα ασφαλιστικά ταμεία ΔΕΚΟ, με πανίσχυρα σωματεία, προστατευμένες θέσεις εργασίας και υψηλές αμοιβές, αναντίστοιχες των προσόντων και της παραγωγικότητάς τους. Δίπλα σε αυτούς τους τυχερούς των «εντός των τειχών», παλεύουν να σταθούν αξιοπρεπώς, όπως αρμόζει στη θέση τους, δημόσιοι λειτουργοί του κράτους και πιο εκεί παρασιτούν βεβαίως εκατοντάδες χιλιάδες ανέργων, χωρίς ορατό μέλλον, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς. Το βάλτωμα είναι απελπιστικό και ολοένα και βαθαίνει. Για παράδειγμα, επτά χρόνια μετά τη λαίλαπα, το ελληνικό κράτος εξακολουθεί να δίνει συντάξεις σε 55άρηδες και αυξήσεις σε εργαζομένους ελλειμματικών ΔΕΚΟ.
    Και βεβαίως, η εικόνα αυτή ενέχει και σοβαρά αξιακά ζητήματα, καθόλου δευτερεύοντα. Ενα μικρό παιδί που μεγαλώνει με αυτά τα στρεβλά κοινωνικά πρότυπα, γιατί να επιζητά την επένδυση στις σπουδές και στην προσπάθεια; Και αν όντως την επιζητά, γιατί να μείνει να κυνηγήσει το όνειρό του στην Ελλάδα;
    Τι είναι άραγε αυτό που κάνει μια κοινωνία να έχει αποδειχτεί στωικά μια τέτοια παρακμή, η οποία εντέλει έχει να κάνει λιγότερο με την κρίση και πολύ περισσότερο με τις προτεραιότητές μας, πολύ πριν από την καταστροφή; Μάλιστα, μια κοινωνία που αν μεταπολεμικά κατάφερε να βγει από την ακραία φτώχεια της, ήταν επειδή ακριβώς επένδυσε στις σπουδές (με χίλιες στερήσεις) και στην εργατικότητα.
    Κακώς λοιπόν συνεχίζουμε να λέμε ότι η χώρα βρίσκεται σε κρίση. Η πορεία της «κρίθηκε» μέσα στα επτά χρόνια της κρίσης, με χρονιά καμπής το 2014. Τότε που η πολιτικοκοινωνική συμμαχία των αντιμεταρρυθμιστικών δυνάμεων επικράτησε, ανακόπτοντας ακόμη και αυτές τις πολύ περιορισμένες εκσυγχρονιστικές προσπάθειες των προκατόχων τους. Δεν κρίθηκε πάντως οριστικά. Η χρονιά που έρχεται ίσως αποδειχτεί καθοριστική. Είτε οι σαφώς υπαρκτές και σήμερα πολιτικά πλειοψηφικές αλλά κουρασμένες δυνάμεις της παραγωγής θα πείσουν και θα πειστούν για την ανάγκη της αλλαγής είτε το βάλτωμα θα γίνει μόνιμο και η παρακμή ακόμη πιο βασανιστική.
    *Ο Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας, διευθυντής του ΠΜΣ «Διακυβέρνηση και Επιχειρηματικότητα», αρχισυντάκτης της «Νέας Εστίας»