24/03/2015 - Η θετική εξέλιξη

    Αθήνα, 24/03/2015

    ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ


       
       Σας αναδημοσιεύουμε από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής 22/03/2015 το άρθρο του Νίκου Βέττα με τίτλο « Η θετική εξέλιξη», ένα σύντομο κείμενο το οποίο αναφέρει με εύκολα κατανοητό τρόπο τις σωστές και λανθασμένες ενέργειες που έγιναν και το τί πρέπει να γίνει σήμερα για να υπάρξει μία θετική εξέλιξη των πραγμάτων προς όφελος της κοινωνίας και της χώρας μας.

     

    Η θετική εξέλιξη - Ν. Βέττα


       Μέσα στους πολύ μεγάλους κινδύνους για την ελληνική οικονομία και κοινωνία, σκόπιμο είναι να εστιάσουμε στις θετικές προοπτικές. Η διαπραγμάτευση της κυβέρνησης με τους εταίρους δεν θα ήταν σήμερα εφικτή, αν δεν είχαν προηγηθεί η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος και η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών το 2013-14. Αυτά, με τη σειρά τους, δεν θα μπορούσαν να είχαν επιτευχθεί χωρίς να έχει προηγηθεί το PSI το 2012. To PSI, πάλι, δεν θα ήταν δυνατό χωρίς το πρώτο μνημόνιο και την ένταξη της Ελλάδας σε πρόγραμμα το 2010. Βρισκόμαστε, λοιπόν, στον κρίσιμο κρίκο μιας αλυσίδας που απέτρεψε την ανεξέλεγκτη χρεοκοπία, φυσικά με πολύ μεγάλο κόστος για τους Ελληνες, που το δέχτηκαν κατανοώντας το ακόμη υψηλότερο κόστος που θα είχαν μεσοπρόθεσμα οι εναλλακτικές επιλογές.

       Τα πρόσφατα προβλήματα και αστοχίες πρέπει, επίσης, να είναι ξεκάθαρα. Το μνημόνιο προσέφερε χρήματα για τη σταθεροποίηση και χρόνο για την προσαρμογή, αλλά υπήρξε λιγότερη έμφαση από την επιθυμητή (κυρίως στην εφαρμογή) στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και περισσότερη στα δημοσιονομικά. Οσον αφορά στα διαρθρωτικά, η απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών θα έπρεπε να τρέξει πριν ή τουλάχιστον ταυτόχρονα με την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας. Στα δημοσιονομικά, θα έπρεπε να είχε δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στις δαπάνες και λιγότερη στους φόρους. Για τις δαπάνες, θα έπρεπε οι μειώσεις να ήταν περισσότερο επιλεκτικές και λιγότερο οριζόντιες. Για τους φόρους, επίσης, θα έπρεπε να δοθεί έμφαση στη μείωση της φοροδιαφυγής και όχι στην αύξηση των συντελεστών.

      Ομως, παρά τα επιμέρους προβλήματα, ο κυριότερος λόγος αποτυχίας ήταν η παράταση της υψηλής αβεβαιότητας, η άρνηση της κοινωνίας να στηρίξει αλλαγές που θα ήταν συνολικά προς όφελός της και ότι το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα εμφανίστηκε ως επιβαλλόμενο από το εξωτερικό, χωρίς επαρκή υποστήριξη στο εσωτερικό της χώρας. Σε αυτές τις συνθήκες, δεν αποτέλεσε έκπληξη η δραματική μείωση των επενδύσεων και η συνακόλουθη μείωση της απασχόλησης και του προϊόντος.

       Πού βρισκόμαστε λοιπόν τώρα, κι ενώ το ευρωπαϊκό περιβάλλον γίνεται σταδιακά πολύ ευνοϊκό και στα νομισματικά και στα δημοσιονομικά; Εφόσον η ελληνική οικονομία είναι ακόμη αποκομμένη από τις αγορές, θα πρέπει να υπάρξει πρόγραμμα σε συμφωνία με την ευρωζώνη. Το πρόγραμμα, αναγκαστικά, θα πρέπει να συνοδεύεται από όρους. Αυτά είναι τα προφανή δεδομένα. Ομως, ποιοι όροι είναι κατάλληλοι; Με βάση την εμπειρία των τελευταίων ετών, το πρόγραμμα που μπορεί να θέσει την Ελλάδα σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης πρέπει να συνδυάζει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

       Πρώτον, έμφαση στην αλλαγή των κανόνων της οικονομίας, σε δομικές μεταρρυθμίσεις, και όχι σε επιπλέον δημοσιονομική προσαρμογή, χωρίς βέβαια να υπάρξει οπισθοδρόμηση.

       Δεύτερον, προτεραιότητα να δοθεί στην πραγματική απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών και στη δραστική απλούστευση των διαδικασιών στη δημόσια διοίκηση. Ο συνδυασμός των δύο αποτελεί και το μόνο υπόβαθρο και για την καταπολέμηση της διαφθοράς.

       Τρίτον, η ποιότητα στην απονομή δικαιοσύνης και στο εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να συγκλίνει τουλάχιστον στον μέσο όρο της Ευρώπης.

       Τέταρτον, δημόσιο δίχτυ προστασίας και υποστήριξης των πραγματικά αδύναμων στην ελληνική κοινωνία, πεδίο στο οποίο υπήρχαν κακές επιδόσεις ακόμη και πριν από την κρίση.

       Πέμπτον, η «ιδιοκτησία» του προγράμματος πρέπει να ανήκει στην ελληνική κυβέρνηση, η οποία θα πρέπει να επιδιώξει γύρω από αυτό την ευρύτερη δυνατή συναίνεση. Οι κεντρικοί στόχοι πρέπει να είναι σαφείς και κοινά συμφωνημένοι, αλλά η επιλογή των επιμέρους πολιτικών να είναι ευθύνη όσων θα τις εφαρμόσουν στην πράξη.
       Εκτον, η ευρωπαϊκή πλευρά θα πρέπει να υποβοηθήσει ένα επενδυτικό κύμα, που θα αναπτυχθεί σε βάθος τριετίας.

       Εβδομον, οι πιστωτές θα πρέπει να εγγυηθούν ότι, όσο η ελληνική πλευρά επιδεικνύει πρόοδο στο μεταρρυθμιστικό πεδίο, το βάρος της εξυπηρέτησης του χρέους προς αυτούς δεν θα αυξηθεί, ακόμη και σε μεταγενέστερο χρόνο.
       Μια θετική εξέλιξη θα γίνει πιθανότερη αν η πολιτική για το υπόλοιπο του έτους θέσει δύο ενδιάμεσους στόχους. Κάθε επιμέρους μέσο πρέπει να εξετάζεται σε συνάρτηση με την επίτευξη για το τρέχον έτος ενός υψηλού ρυθμού ανάπτυξης – θα μπορούσε να επιδιωχθεί υπό όρους ένας ρυθμός στην περιοχή του 2%. Επίσης, το συντομότερο δυνατό, να υπάρξει διασαφήνιση προθέσεων και αναζήτηση συναινέσεων. Η παράταση της αβεβαιότητας μπορεί να δημιουργήσει τριβές και μη ανατρέψιμες εμπλοκές. Αντίθετα, σήμερα η σαφήνεια και από τις δύο συμβαλλόμενες πλευρές είναι απαραίτητη και μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά δημιουργική.
       * Ο κ. Νίκος Βέττας είναι γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ και καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.